andas - ορισμός. Τι είναι το andas
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι andas - ορισμός


andas      
sust. fem. plur.
1) Tablero que, sostenido por dos varas paralelas, sirve para conducir efigies, personas o cosas.
2) Féretro con varas, en que se llevan a enterrar los muertos.
andas      
andas (del lat. "amites", pl. de "ames")
1 f. pl. *Angarillas con que se transporta a una persona o una imagen o paso de procesión. Anda, guando, lechera, lechiga, lecho. Guizque. Andero, guizquero.
2 Féretro o caja con varas en que se lleva a *enterrar a los muertos.
Llevar en andas. Tratar a alguien con mucha *consideración o miramientos. Llevar en palmillas.
andas      
Sinónimos
sustantivo
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για andas
1. Llevaba el Chelito Delgado a un ex compañero en andas.
2. Una soldado sufrió una herida leve y sus compañeros la llevaron en andas.
3. La disciplina me viene bien; en el cine siempre andas esperando. ¿Le conviene la normalidad? ¿Sabes qué pasa?
4. Hay gente que piensa que cuando estás en casa andas de vacaciones, que haces algo sólo cuando compites...
5. El técnico más exitoso de la historia del club entregó su última imagen llevado en andas y ovacionado.
Τι είναι andas - ορισμός